επιπλώνω

επιπλώνω
(I)
εφοδιάζω με έπιπλα, βάζω σε δωμάτιο ή σε σπίτι τα απαραίτητα έπιπλα («επιπλωμένο σπίτι, δωμάτιο, γραφείο» κ.λπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έπιπλο(-ν). Η λ. επιπλώ, -όω μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
————————
(II)
ἐπιπλώνω (Μ)
εκτείνω, απλώνω («ἐπήδησεν ὁ λέων, καὶ ἐπιπλώσας τὴν οὐρὰν κατὰ τὰς πλευράς του», Διγ. Ακρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επιπλώνω — επιπλώνω, επίπλωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επιπλώνω — επίπλωσα, επιπλώθηκα, επιπλωμένος, μτβ., εφοδιάζω κατοικία ή γραφείο με τα αναγκαία έπιπλα: Δωμάτιο επιπλωμένο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μομπιλάρω — [μόμπιλο] επιπλώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”